
Στις αρχές του 20ου αιώνα τα εναπομείναντα μετόχια στην Ορμύλια ήταν του Βατοπεδίου και του Ζωγράφου. Οι μοναχοί του μετοχιού της μονής Ζωγράφου (βουλγαρικής καταγωγής) ήθελαν να επεκτείνουν τα όρια σε βάρος των ντόπιων ιδιοκτησιών κι άρχισαν να μπήγουν παλούκια για να οριοθετήσουν την περιοχή τους. Αυτό όμως προκάλεσε την οργή των Ορμυλιωτών, οι οποίοι αντέδρασαν δυναμικά. Να πως διηγείται η κα Μπαλχάνου Βασίλω το ιστορικό.
Το μετόχι του Ζωγράφου βρισκόταν νοτιότερα από το ξωκλήσι των Αγίων Αποστόλων. Αυτό, καθώς και το μετόχι του Βατοπεδίου ήταν τα εναπομείναντα επανδρωμένα μετόχια της περιοχής. Οι καλόγεροι του Ζωγράφου θέλησαν κάποια στιγμή να οριοθετήσουν την περιοχή τους, βάζοντας παλούκια, και εξανάγκασαν τους Ορμυλιώτες είτε να τους τα πουλήσουν για ένα κομμάτι ψωμί, είτε με το ζόρι. Τα παλικάρια της Ορμύλιας βλέποντάς τους να διαφεντεύουν την περιοχή κι αυτοί να ζουν σαν σκλάβοι, πήγαν και τους είπαν να φύγουν. Αν δεν έφευγαν, θα τους τα έπαιρναν με το ζόρι. Τους έδωσαν λοιπόν δέκα μέρες προθεσμία (τελεσίγραφο).
Αυτοί όμως δεν έφυγαν. Πήγαν λοιπόν μια πρωινή με τα όπλα και περικύκλωσαν το μετόχι και άρχισαν να πυροβολούν εκφοβιστικά. Σε κάποια στιγμή όμως εμφανίστηκε ο τούρκικος στρατός τον οποίο είχαν ειδοποιήσει οι καλόγεροι και τα παλικάρια μόλις τους είδαν και μη μπορώντας να τα βγάλουν πέρα μαζί τους, έφυγαν ξεχωριστά ο καθένας για το χωριό. Στις αψιμαχίες τραυματίστηκε στο χέρι ο μπάρμπα- Γιώργος ο Γαδουράς και του βγήκε στη συνέχεια και το παρατσούκλι ο Κουλουχέρης.
Το βράδυ οι Τούρκοι με τη βοήθεια προδοτών πήγαν να συλλάβουν τους στασιαστές.
Η μάνα μου μ’ είπε, πως το θείο το Γιάννη Κουσκουβέλη τον έκρυψε στο ταβάνι του σπιτιού, στις αγριντιές (μεγάλα λευκαδίτικα ξύλα με τα οποία έφτιαχναν το σκελετό των σκεπών). Τα περισσότερα παλικάρια είχαν κρυφτεί για να μην τους βρουν οι Τούρκοι. Αρκετούς όμως τους έπιασαν και τους πήγαν στην πλατεία του χωριού, στο σπίτι του Αγαπητού, όπου είχαν το αρχηγείο τους. Σ’ αυτό κόνευε όποιος υψηλόβαθμος ερχόταν από το Σουλτάνο. Οι προδότες μίλησαν πως στην επιχείρηση είχε λάβει μέρος κι ο Γιάννης Κουσκουβέλης. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της κυρά- Βασιλικής και τη φώναξαν. Αυτή βγήκε στη σκάλα. Την κοίταξε έκπληκτος ο Τούρκος βαθμοφόρος και της είπε: «Βασίλω, εσύ είσαι;»
Η γιαγιά μου ήταν από την Τούχολη της Ηπείρου. Είχαν έρθει ως μάστοροι κι έχτισαν το καμπαναριό και ανακαίνισαν την εκκλησία μαζί με τον πατέρα της κυρα-Μαρίας Κουτσούρη και τελικά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο χωριό.
Τα σπίτια του Τούρκου βαθμοφόρου με το σπίτι του Γιάννη Κουσκουβέλη ήταν κολλητά στην Τούχολη κι έπαιζαν μαζί στη γειτονιά, όταν ήταν μικροί. Ο Τούρκος κάποια στιγμή εγκατέλειψε το χωριό για τις σπουδές του. Σα γείτονες που ήταν δεν είχε ξεχάσει τη φυσιογνωμία της κυρα-Βασιλικής.
«Βασίλω», της λέει, «δικό σου είναι το παιδί;»
«Ναι», του λέει ψιθυριστά, «δικό μου!»
«Πού το έχεις το παιδί;»
«Να εκεί στην αγριντιά», του λέει, σίγουρη πλέον πως ο Τούρκος βαθμοφόρος θα τον προστάτευε.
«Το βράδυ που θα σκοτεινιάσει, της λέει, θα στείλω δικούς μου στρατιώτες να τον φυγαδέψουν στη Θεσσαλονίκη σ’ ένα συγγενή μου κι από κει θα τον στείλω στην Αλεξάνδρεια, στους γονείς μου.»
Έτσι και έγινε.
Το βράδυ πήγαν οι στρατιώτες, τον πήραν και τον μετέφεραν στο σπίτι του Αγαπητού κι από κει τον πήγαν στη Θεσσαλονίκη, στ’ αδέρφια του. Τους υπόλοιπους Ορμυλιώτες που συμμετείχαν στο τουφεκίδι με τους καλόγερους τους δίκασαν και τους έκλεισαν στη φυλακή
Αυτή όμως η εξέγερση είχε και τα αποτελέσματα της, αφού οι περισσότεροι καλόγεροι έφυγαν για το Άγιο Όρος. Έμειναν μόνο οκτώ στο μετόχι του Ζωγράφου και γύρω στους τριάντα στο μετόχι του Βατοπεδίου.
Επιμέλεια: Λελεγιάννης Χρήστος